- Ἁρπόκρας
- Ἁρπόκρᾱς , Ἁρπόκραςmasc acc plἉρπόκρᾱς , Ἁρπόκραςmasc nom sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἁρποκρᾶν — Ἁρπόκρας masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)